deal with



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deal with [sth] vtr phrasal insep (address, resolve)αντιμετωπίζω, χειρίζομαι ρ μ
 The problem was brought to my attention and I dealt with it.
 Έλαβα γνώση του προβλήματος και το αντιμετώπισα.
deal with [sb] vtr phrasal insep (handle: people)ασχολούμαι με κπ ρ αμ + πρόθ
  αναλαμβάνω ρ μ
 You answer the phones and I'll deal with the customers.
 Εσύ απάντα στο τηλέφωνο κι εγώ θα αναλάβω τους πελάτες.
deal with [sth] vtr phrasal insep (be concerned with)αφορώ ρ μ
  ασχολούμαι ρ αμ
 This book deals with history.
 Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία.
deal with [sb] vtr phrasal insep informal (reprimand, punish)ασχολούμαι ρ αμ
  τα λέω περίφρ
  (μεταφορικά)κανονίζω ρ μ
  (πιο έντονο)λογαριάζομαι ρ μ
 I'll deal with you later! For now, go to your room and think about what you did.
 Μαζί σου θα τα πω αργότερα. Προς το παρόν πήγαινε στο δωμάτιό σου και αναλογίσου τι έκανες.
deal with [sth] vtr phrasal insep informal (cope)διαχειρίζομαι ρ μ
  αντιμετωπίζω ρ μ
 I can't deal with all this stress right now.
 Δεν μπορώ να διαχειριστώ όλο αυτό το άγχος τώρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Deal with it! interj slang (accept reality)πάρτο απόφαση, δέξου το έκφρ
 You don't like your job? Deal with it! - you need the money.
 Δεν σου αρέσει η δουλειά σου; Πάρ' το απόφαση! Χρειάζεσαι τα λεφτά.
deal with the consequences,
take the consequences
v expr
(accept) (καθομιλουμένη)αποδέχομαι τις συνέπειες έκφρ
 Let's just do it now and deal with the consequences later.
deal with the consequences,
take the consequences
v expr
(suffer)υφίσταμαι τις συνέπειες έκφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πληρώνω τη νύφη έκφρ
 The president did it but it was his successor who had to deal with the consequences.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'deal with' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση deal with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «deal with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!